- ματαιάζω
- ματαιάζω (ΑM)μσν.λέω και ζητώ κάτι μάταιααρχ.ματάζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ματάζω* < μάταιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματαιάζω — pres subj act 1st sg ματαιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζει — ματαιάζω pres ind mp 2nd sg ματαιάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζοντα — ματαιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ματαιάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζουσι — ματαιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ματαιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζουσιν — ματαιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ματαιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζειν — ματαιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζεις — ματαιάζω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζεται — ματαιάζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζοντες — ματαιάζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζων — ματαιάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)